Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαθροφαγία
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λαθροφαγία η.
  • Κατάλυση νηστείας στα κρυφά:
    • περί λαθροφαγίας (Βακτ. αρχιερ. 165).

[<αρχ. λαθροφαγέω + κατάλ. ‑ία. Η λ. τον 4. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go