Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαθούρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθούρι το [laθúri] Ο44 : ποώδες μονοετές φυτό της οικογένειας των ψυχανθών.

[μσν. λαθούριν υποκορ. του αρχ. λάθ(υρος) -ούριν]

[Λεξικό Κριαρά]
Λαθούριος ο· Λαθούρης.
  • Προσωποπ. του ουσ. λαθούριν (<λαθύριον):
    • Κούκκον … και Λαθούριον … μάρτυρας (Πωρικ. II 56).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go