Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαζάρωμα το.
-
- Σάβανο:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 796).
[<λαζαρώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Τριώδιο (Meursius, Soph.)]
- Σάβανο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<λαζαρώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Τριώδιο (Meursius, Soph.)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |