Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαζάρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λαζάρωμα το.
  • Σάβανο:
    • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 796).

[<λαζαρώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Τριώδιο (Meursius, Soph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες