Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαδόπανο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδόπανο το [laδópano] Ο41 : το πανί με το οποίο τυλίγουν το μωρό αμέσως μετά τη βάφτιση.

[λαδο- + παν(ί) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go