Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαγώχειλο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαγώχειλο το [laγóxilo] Ο41 : το χείλος που παρουσιάζει την πάθηση της λαγωχειλίας.

[λόγ. < αρχ. λαγώ(ς δες στο λαγός) + χείλ(ος) -ον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαγώχειλος ο [laγóxilos] Ο20 : αυτός που πάσχει από λαγωχειλία.

[λόγ. < ελνστ. λαγώχειλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go