Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγοκυνήγι το.
-
- Κυνήγι λαγού:
- (Ευγέν. 251).
[<ουσ. λαγός + κυνήγι(ον). Τ. ‑ιον το 12. αι. (Κουμαν., Συναγ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
- Κυνήγι λαγού:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<ουσ. λαγός + κυνήγι(ον). Τ. ‑ιον το 12. αι. (Κουμαν., Συναγ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |