Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαγοκυνήγι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λαγοκυνήγι το.
  • Κυνήγι λαγού:
    • (Ευγέν. 251).

[<ουσ. λαγός + κυνήγι(ον). Τ. ‑ιον το 12. αι. (Κουμαν., Συναγ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go