Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαίδη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαίδη η [léδi] Ο30α : τιμητικός τίτλος ευγενείας, που απονέμεται σε γυναίκες στην Aγγλία.

[λόγ. < αγγλ. lady (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες