Combined Search
| 620 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- λα το [lá] Ο (άκλ.) : 1. η έκτη νότα της ευρωπαϊκής μουσικής κλίμακας. 2. η κλίμακα που αρχίζει από τη νότα λα: Συμφωνία σε ~ μείζονα / ελάσσονα. 3. χορδή μουσικού οργάνου, η οποία παράγει το λα: Tο ~ του βιολιού.
[ιταλ. la]
- λάβα η [láva] Ο25α : 1. διάπυρη ρευστή μάζα από λιωμένα υλικά, που βγαίνει από κρατήρες ενεργών ηφαιστείων: H ~ του ηφαιστείου απείλησε με καταστροφή τη γύρω κατοικημένη περιοχή. 2. (μτφ.) για κτ. ορμητικό ή και καταστροφικό: Πυρωμένη ~ ο έρωτάς της.
[ιταλ. lava]
- λάβαρο το [lávaro] Ο41 : 1. σημαία με τα χρώματα ή και τα εμβλήματα σωματείων, συλλόγων, κομμάτων: Tα πολύχρωμα λάβαρα κυμάτιζαν στον αέρα. (έκφρ.) υψώνω* το ~ της επανάστασης. κάνω κτ. ~, το προβάλλω πάρα πολύ, το κάνω σύμβολο. 2. (εκκλ.) κομμάτι υφάσματος με ιερές παραστάσεις που περιφέρεται σε θρησκευτικές τελετές, συνήθ. αναρτημένο σε κοντάρι: Περιέφεραν το ιερό ~. 3. (ιστ.) είδος σημαίας των Ρωμαίων και των Bυζαντινών.
[λόγ. < ελνστ. λάβαρον < λατ. laba r(um) -ον `σημαία με την εικόνα του στρατηγού΄]
- λάβαρο το.
-
- Είδος (πολεμικής) σημαίας, σημαία:
- το λάβαρο ο στρατάρχης μου βαστώντας (Ροδολ. Γ́ 86).
[παλαιότ. ουσ. λάβαρον - λάβορον (4. αι., <υστλατ. labarum) <λατ. laureum (vexillum) (Kahane, GR II 5-6). Η λ. και σήμ.]
- Είδος (πολεμικής) σημαίας, σημαία:
- λαβδακισμός ο [lavδakizmós] Ο17 : η συχνή χρήση και κυρίως η ελαττωματική άρθρωση του φθόγγου [l].
[λόγ. < ελνστ. λαβδακισμός]
- λάβδανο το [lávδano] Ο41 : θαμνώδες φυτό και το κολλώδες έκκριμά του που χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική.
[λόγ. < νλατ. laudanum, συμφυρ. του λατ. ladanum < αρχ. λάδανον (σημιτ. προέλ., πρβ. αραβ. lādan) & του λατ. laudo (ιατρ. σημ.: `συστήνω σαν αντίδοτο΄)]
- λαβείν το [lavín] Ο (άκλ.) : για εμπορικούς λογαριασμούς και λογιστικά βιβλία, ποσό που έχει κανείς να παίρνει· πίστωση. ANT δούναι. (έκφρ.) δούναι* και ~.
[λόγ. < αρχ. λαβεῖν απαρέμφ. αορ. του ρ. λαμβάνω]
- λαβή η [laví] Ο29 : 1. το τμήμα που συνήθ. προεξέχει και από το οποίο μπορεί κάποιος να πιάσει, να κρατήσει ή να χειριστεί ένα αντικείμενο· (πρβ. χερούλι): ~ σπαθιού / όπλου / μαχαιριού. Ξίφος με ασημένια ~. ΦΡ δίνω ~, παρέχω πρόφαση, αφορμή, ευκαιρία: H συμπεριφορά του έδωσε ~ σε ποικίλα σχόλια. 2. (αθλ.) το πιάσιμο, με ορισμένο τρόπο, του αντιπάλου στην πάλη: Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια εξαρθρωτική ~. ~ καράτε / ζίου ζίτσου / τζούντο.
[λόγ. < αρχ. λαβή]
- λαβή η ?λάβη.
-
- 1) Ευκαιρία, αφορμή:
- (Ιστ. πολιτ. 412).
- 2) Συλλαβή:
- υστάτη σε κερδανεί λάβη λόγου (Λεόντ., Αίν. (Knös) 1703 κριτ. υπ. (πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί λαβή· πβ. Νικήτ. Χων. 22268)).
[αρχ. ουσ. λαβή. Για τον τ. πβ. Steph., στη λ. (τ. VI 7c)]
- 1) Ευκαιρία, αφορμή:
- λαβίδα η [lavíδa] Ο26 : 1. γενική ονομασία εργαλείων με δύο σκέλη, που χρησιμοποιούνται με το χέρι για διάφορες εργασίες (πιάσιμο, συγκράτηση, εξαγωγή, σφίξιμο, κοπή κτλ.): H τσιμπίδα, η τανάλια, η μασιά είναι λαβίδες. Xειρουργικές λαβίδες, που χρησιμοποιούνται στις εγχειρήσεις. || (εκκλ.) το κουταλάκι της θείας μετάληψης. 2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με το εργαλείο αυτό: Tα χέρια του, σωστές λαβίδες, μ΄ έσφιξαν δυνατά. Περικύκλωσαν τον εχθρό εφαρμόζοντας την τακτική της λαβίδας.
[λόγ. < αρχ. λαβίς, αιτ. -ίδα]



