Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίπανση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίπανση η [lípansi] Ο33 : 1. η επάλειψη με λίπος ή με άλλη ειδική ουσία ενός αντικειμένου, μιας επιφάνειας για προφύλαξη από τις συνέπειες της τριβής, της διάβρωσης και γενικότερα από τη φθορά· λάδωμα. || (ειδικότ. για μηχανή) η παρεμβολή λιπαντικής ουσίας μεταξύ δύο κινητών μερών μιας μηχανής με σκοπό τη μείωση της τριβής που προκαλείται από την επαφή τους· λάδωμα, γρασάρισμα. 2. ο εμπλουτισμός του καλλιεργούμενου εδάφους με συστατικά που βελτιώνουν τη γονιμότητά του.

[λόγ. < ελνστ. λίπαν(σις) `επάλειψη με μύρο΄ -ση σημδ. γαλλ. graissage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες