Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λίνον το· λίνο.
-
- α) Το φυτό λινάρι:
- (Πεντ. ́Εξ. XXVI 31)·
- β) κλωστή από λινάρι:
- δέσμει … τας αρχάς των κεκολλημένων πτερών λίνῳ (Ιερακοσ. 48113).
[αρχ. ουσ. λίνον. Ο τ. στο Du Cange]
- α) Το φυτό λινάρι:



