Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λέπτυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέπτυνση η [léptinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λεπταίνω: ~ ελάσματος / επιφάνειας.

[λόγ. < αρχ. λέπτυν(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go