Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λάχανον
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λάχανον το.
  • α) (Συν. στον πληθ.) λαχανικό, κηπευτικό, φαγώσιμο χορταρικό:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 493
    • πάντα τῳ αμιρᾴ παραδέδωκεν ως λάχανα κήπου (Σφρ., Χρον. 15019
    • να πάγει να μαζώνει λάχανα … στα χωράφια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25828
  • β) προκ. για είδος λάχανου:
    • τα λάχανα τά λέγουσιν φρυγιά (Διήγ. παιδ. 601).

[αρχ. ουσ. λάχανον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχανοντολμάς ο [laxanodolmás] Ο1 : ντολμάς που τυλίγεται σε φύλλα λάχανου· λαχανοσαρμάς.

[λαχανο- + ντολμάς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go