Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάρναξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λάρναξ η και ο.
  • 1) Κιβώτιο, θήκη για εναπόθεση αντικειμένων:
    • (Ερμον. Δ 165).
  • 2) Σαρκοφάγος, φέρετρο· μνήμα:
    • Ο βασιλεύς δε … έθαψεν αυτόν … εν μαρμαρίνῳ λάρνακι (Δούκ. 13720· Δωρ. Μον. XXVI).

[αρχ. ουσ. λάρναξ. Τ. ‑κας ο σήμ. ιδιωμ.· τ. ‑κα η και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες