Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λάρδος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λάρδος ο.
  • Λαρδί:
    • (Ιερακοσ. 37430).

[μτγν. ουσ. λάρδος. Άσχ. το νεότ. ιδιωμ. μεγεθ. λάρδος (Μηνάς 1978: 195), κυπρ. λάρτος (Σακ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go