Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λάμψις ‑ψη η· λάψη· πληθ. έλαψες.
-
- α) Ακτινοβολία, λάμψη, δυνατό φως:
- η λάμψις του ηλίου (Φλώρ. 628)·
- (σε μεταφ.):
- οι μέρες με σιγανεμιά και λάψη ξημερώνου (Ερωτόκρ. Έ 98)·
- (μεταφ.):
- η ομορφιά κι η λάμψη τση του ηλιού τσ’ ακτίνες σβήνει (Ερωτόκρ. Β́ 180· Διακρούσ. 1162)·
- β) προκ. για αστραπή:
- ότε δεις τον ουρανόν να 'ναι σκοτεινιασμένος και λάμψες βγαίνουσι συχνά (Κορων., Μπούας 64)·
- φρ. δίδω σε λάμψη, βλ. δίδω IΆ7.
- Η λ. ‑ψις ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 2428).
[μτγν. ουσ. λάμψις. Η λ. (‑ψη) και σήμ.]
- α) Ακτινοβολία, λάμψη, δυνατό φως:



