Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λάδανο
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λάδανο το.
  • Αρωματική και φαρμακευτική κολλώδης ουσία του φυτού κίστος ο κρητικός, λάβδανο:
    • μελίκερι και λάδανο (Πεντ. Γέν. XLIII 11).

[αρχ. ουσ. λάδανον. Η λ. και σήμ. κρητ. (από μεταπλ. ‑ος ο κυπρ. και αλάδανος κρητ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go