Combined Search
| 8 items total [1 - 8] | << First < Previous Next > Last >> |
- κώπη η, (Eρμον. Ψ 164).
-
[αρχ. ουσ. κώπη. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- κωπηλασία η [kopilasía] Ο25 : η ενέργεια του κωπηλατώ: Πάω για ~. Aγώνες κωπηλασίας.
[λόγ. < αρχ. κωπηλασία]
- κωπηλάτης ο [kopilátis] Ο10 θηλ. κωπηλάτρια [kopilátria] & κωπηλάτισ σα [kopilátisa] Ο27 : αυτός που κωπηλατεί: Δούλοι ή αιχμάλωτοι υπηρετούσαν στα πλοία ως κωπηλάτες. || αθλητής της κωπηλασίας.
[λόγ. < αρχ. κωπηλάτης· λόγ. κωπηλά(της) -τρια· κωπηλάτ(ης) -ισσα]
- κωπηλάτης ο· κωπελάτης.
-
– Βλ. και κοπολάτης.
- α) Kωπηλάτης:
- ως κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ως πλωρίτης (Προδρ. III 197-17 χφ P κριτ. υπ.)·
- β) προκ. για άτομο κατώτερης κοινωνικής στάθμης:
- ελεεινέ, χαλκέα, κωπελάτα (Πουλολ. 13 κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. κωπηλάτης. H λ. και σήμ.]
- α) Kωπηλάτης:
- κωπηλατικός -ή -ό [kopilatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κωπηλασία ή τον κωπηλάτη: Kωπηλατικοί αγώνες.
[λόγ. < ελνστ. κωπηλατικός `που ανήκει στους κωπηλάτες΄]
- κωπήλατος -η -ο [kopílatos] Ε5 : για σκάφος το οποίο κινείται με κουπιά.
[λόγ. < ελνστ. κωπήλατος `σχηματισμένος σαν κουπί΄(;)]
- κωπηλατώ [kopilató] Ρ10.9α : κινώ ένα σκάφος με τη βοήθεια των κουπιών.
[λόγ. < αρχ. κωπηλατῶ]
- κωπηλατώ· κουπολατώ.
-
- Tραβώ κουπί, λάμνω:
- Eίχοντο του πλέειν πάλιν και κουπολατείν ομοίως (Eρμον. Ψ 111).
[αρχ. κωπηλατέω. Ο τ. στο Βλαστό 307. T. κω’λατώ σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Tραβώ κουπί, λάμνω:



