Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κώνωψ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κώνωψ ‑πας ο, (Iατροσ. κώδ. ροε´), (Aχιλλ. N 1696).

[αρχ. ουσ. κώνωψ. Βλ. και κούνουπας, κουνούπιον. H λ. (πας) στο Βλάχ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go