Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κώνωπας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κώνωπας ο [kónopas] Ο5 : (λόγ.) κουνούπι: ~ ο ανωφελής*. (απαρχ.) ΦΡ διυλίζει* τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον).

[λόγ. < αρχ. κώνωψ, αιτ. -ωπα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go