Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κώνωπας ο [kónopas] Ο5 : (λόγ.) κουνούπι: ~ ο ανωφελής*. (απαρχ.) ΦΡ διυλίζει* τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον).
[λόγ. < αρχ. κώνωψ, αιτ. -ωπα]



