Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κώμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κώμα το [kóma] Ο48 : παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται αναστολή της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, με απώλεια της συνείδησης, της κινητικότητας και της αισθητικότητας: Πέφτω σε ~.

[λόγ. < αρχ. κῶμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωματώδης -ης -ες [komatóδis] Ε11 : (ιατρ.) που αναφέρεται στο κώμα, που χαρακτηρίζεται από κώμα: Bρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. κωματώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες