Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κόσσυφος ο· κότσυφος.
-
- Κότσυφας:
- (Γλυκά, Στ. 245).
[αρχ. ουσ. κόσσυφος. Ο τ. στο Du Cange (‑τζ‑, λ. κότζιφας) και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Κότσυφας:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. ουσ. κόσσυφος. Ο τ. στο Du Cange (‑τζ‑, λ. κότζιφας) και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |