Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόσσυφος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κόσσυφος ο· κότσυφος.
  • Κότσυφας:
    • (Γλυκά, Στ. 245).

[αρχ. ουσ. κόσσυφος. Ο τ. στο Du Cange (τζ‑, λ. κότζιφας) και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go