Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόσμιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κόσμιον το.
  • Κόσμημα:
    • ατιμήτοις … κοσμίοις στολισθέντες (Ερμον. Φ 226).

[μτγν. ουσ. κόσμιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go