Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόρνερ το [kórner] Ο (άκλ.) : (ποδ.) σφάλμα του παίχτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή του τέρματος της ομάδας του: Ο διαιτητής σφύριξε ~. || επαναφορά της μπάλας στο γήπεδο με λάκτισμα από την αντίπαλη ομάδα ως αποτέλεσμα του παραπάνω λάθους: Εκτέλεση του ~.
[αγγλ. corner]



