Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόπανο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κόπανο το.
  • Είδος βάρκας:
    • (Αχέλ. 1655).

[<βεν. copano]

[Λεξικό Κριαρά]
κόπανον το.
  • Γουδοχέρι·
    • φρ. κοπάνου γυμνότερος = εντελώς απογυμνωμένος, πάμπτωχος:
      • (Παράφρ. Χων. 819, 699).

[αρχ. ουσ. κόπανον. Η λ. στον Ευστάθιο και σήμ. κρητ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόπανος ο [kópanos] Ο20 : 1. κομμάτι χοντρού ξύλου με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα, όταν τα έπλεναν, για να καθαρίσουν καλύτερα ή χτυπούσαν καρπούς για να τους αποφλοιώσουν και να τους θρυμματίσουν. ΦΡ το γουδί*, το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι. τα μυαλά* σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο ~. 2. (μτφ.) για άνθρωπο τελείως κουτό και ανόητο: Tι είπες, βρε κόπανε;

[ελνστ. ή μσν. κόπανος ὁ < αρχ. κόπανον τό `γουδοχέρι΄ μεταπλ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κόπανος ο.
  • Είδος βάρκας:
    • (Σουμμ., Ρεμπελ. 179).

[<βεν. copano. Η λ. στο Somav. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες