Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόνδυλος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόνδυλος ο [kónδilos] Ο19 : 1. (βοτ.) η σαρκώδης διόγκωση μιας ρίζας ή ενός βλαστού (υπόγειου, αλλά καμιά φορά και υπέργειου), όπου το φυτό αποθησαυρίζει διάφορες ουσίες: H πατάτα είναι ~. 2. (ανατ.) μικρό εξόγκωμα του οστού στην περιοχή της άρθρωσης.

[λόγ. < αρχ. κόνδυλος `άρθρωση΄ (κυρ. των δαχτύλων) σημδ. γαλλ. tubercule]

[Λεξικό Κριαρά]
κόνδυλος ο.
  • 1) Ο αρμός του δακτύλου:
    • (Ιερακοσ. 4993).
  • 2) Το σκληρό εξόγκωμα του καλαμιού:
    • Κάλαμον ξύσας επιμελώς και τον εν αυτῴ κόνδυλον εξισώσας (Ιερακοσ. 48725).
  • 3) (Προκ. για μονάδα μήκους)
    • α) αντίχειρας:
      • (Metrol. 1171
    • β) δύο δάκτυλοι:
      • (Metrol. 4415).

[αρχ. ουσ. κόνδυλος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go