Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόλπωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόλπωση η [kólposi] Ο33 : 1. σχηματισμός κόλπου1I. 2. (λόγ.) πλατιά κυματοειδής πτύχωση.

[λόγ.: 1: κόλπ(ος)1I -ωσις > -ωση· 2: ελνστ. κόλ πω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go