Combined Search
| 6 items total [1 - 6] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόλλυβο το [kólivo] Ο41 : (προφ., σπάν.) τα κόλλυβα.
[εν. του κόλλυβα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόλλυβο το,
- βλ. κόλλυβον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλυβογράμματα τα [kolivoγrámata] Ο49 : (προφ.) πρώτες και υποτυπώδεις γνώσεις γραφής και ανάγνωσης: Mε τα λίγα ~ που ξέρει, πού να βρει δουλειά όπως τη θέλει;
[μσν. κολλυβογράμματα < κόλλυβ(α) -ο- + γράμματα (από την εντύπωση του “λίγου” που δίνουν τα κόλλυβα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολλυβογράμματα τα.
-
- Στοιχειώδης γνώση γραφής και ανάγνωσης:
- σώνει μου … να γράφω και να ’χω πράξιν εις τα κολλυβογράμματα (Σοφιαν., Γραμμ. 86).
[<ουσ. κόλλυβα + γράμματα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Στοιχειώδης γνώση γραφής και ανάγνωσης:
[Λεξικό Κριαρά]
- κόλλυβον το· κόλλυβο.
-
- (Συνηθέστ. στον πληθ.) νεκρική προσφορά από βρασμένο σιτάρι και άλλα υλικά:
- δεν υπάς εις μνημόσυνα να φας … εκ του νεκρού τα κόλλυβα (Πουλολ. ΑΖ 4· Βακτ. αρχιερ. 163).
[μτγν. ουσ. κόλλυβον. Ο τ. και σήμ. συν. στον πληθ.]
- (Συνηθέστ. στον πληθ.) νεκρική προσφορά από βρασμένο σιτάρι και άλλα υλικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κολλυβοπρόσφορα τα.
-
- Κόλλυβα και πρόσφορα:
- τίποτες δεν γινώσκουν (ενν. οι ιερείς) μόν’ τα κολλυβοπρόσφορα ωσάν τα ζώα βόσκουν (Ιστ. Βλαχ. 2206 (έκδ. ‑πρόφο‑)).
[<ουσ. κόλλυβα + πρόσφορα]
- Κόλλυβα και πρόσφορα:



