Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωφάλαλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωφάλαλος -η -ο [kofálalos] Ε5 : που στερήθηκε εκ γενετής ή σε πολύ μικρή ηλικία την ακοή και κατά συνέπεια και την ικανότητα της ομιλίας: Kωφάλαλα παιδιά. || (ως ουσ.): Σχολή Kωφαλάλων.

[λόγ. κωφ(ός) + άλαλος μτφρδ. γαλλ. sourd-muet]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go