Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωπηλατώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωπηλατώ [kopilató] Ρ10.9α : κινώ ένα σκάφος με τη βοήθεια των κουπιών.

[λόγ. < αρχ. κωπηλατῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κωπηλατώ· κουπολατώ.
  • Tραβώ κουπί, λάμνω:
    • Eίχοντο του πλέειν πάλιν και κουπολατείν ομοίως (Eρμον. Ψ 111).

[αρχ. κωπηλατέω. Ο τ. στο Βλαστό 307. T. κω’λατώ σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go