Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωματώδης -ης -ες [komatóδis] Ε11 : (ιατρ.) που αναφέρεται στο κώμα, που χαρακτηρίζεται από κώμα: Bρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. κωματώδης]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < αρχ. κωματώδης]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |