Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κωδωνοκρούστης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωδωνοκρούστης ο [koδonokrústis] Ο10 : (λόγ.) αυτός στον οποίο έχουν αναθέσει να χτυπά την καμπάνα στην εκκλησία.

[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + κρουσ- (κρούω) -της κατά το ελνστ. κυμβαλοκρούστης `που χτυπάει κύμβαλα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go