Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυτταροστατικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυτταροστατικός -ή -ό [kitarostatikós] Ε1 : που αναστέλλει την ανώμαλη αύξηση των κυττάρων: Kυτταροστατικά φάρμακα.

[λόγ. κυτταρο- + στατικός μτφρδ. αγγλ. cytostatic (cyto- < αρχ. κύτο(ς) + static < αρχ. στατικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go