Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυριαρχικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυριαρχικός -ή -ό [kiriarikós] Ε1 : 1. που είναι ο ισχυρότερος ή ο σημαντικότερος, που επικρατεί, προηγείται έναντι των άλλων και είναι απόλυτα καθοριστικός για την παραπέρα εξέλιξη ή πορεία τους· κυρίαρχος1: Kυριαρχική σημασία, η πρωταρχική. Tο κυριαρχικό γνώρισμα της τέχνης του είναι… 2. για κράτος, οργανισμό ή οργανωμένο σύνολο, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου· κυρίαρχος2: Kυριαρχικά δικαιώματα.

[λόγ. < ελνστ. κυριαρχικός & σημδ. γαλλ. souverain]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go