Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυνοκέφαλος ο [kinokéfalos] Ο19 : 1. (ζωολ.) γένος πιθήκων που το κεφάλι τους μοιάζει πολύ με το κεφάλι του σκύλου. 2. ιερό ζώο των αρχαίων Aιγυπτίων, που λατρευόταν ως θεός.
[λόγ. < αρχ. κυνοκέφαλος]



