Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυκνίας ο· κυκνέας· τσυκνέας.
-
- Tο πουλί ερωδιός:
- Του τσυκνέα τα πουλία … εκμικρόθεν η ουρά τους διχαλή (Πτωχολ. α 811 (έκδ. τσι‑)).
[μτγν. ουσ. κυκνίας. Ο τ. τσυκνέας στο Meursius (τζικνέα) και τ. τσιακνίας και τσυκνίας στο Du Cange (λ. τζιακνίας και τζινέα). T. τσυκνιάς σήμ.]
- Tο πουλί ερωδιός:



