Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κυκλαδικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυκλαδικός -ή -ό [kiklaδikós] Ε1 : (συνήθ. σε επιστημονικούς όρους) που ανήκει ή που αναφέρεται στις Kυκλάδες ή που προέρχεται από αυτές: ~ πολιτισμός. Kυκλαδικά ειδώλια.

[λόγ. < αγγλ. cycladic < αρχ. Κυκλάδ(ες) -ic = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go