Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυαίστωρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κυαίστωρ ο.
  • Aνώτατος δικαστικός αξιωματούχος:
    • (Hagia Sophia α 44015, ω 52523).

[μτγν. ουσ. κυαίστωρ <λατ. quaestor]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες