Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυάνιο το [kiánio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αέριο άχρωμο και τοξικό.
[λόγ. < γερμ. Cyan, Zyan < αρχ. κυαν(οῦς δες στο κυανός) -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυανιούχος -α / -ος -ο [kianiúxos] Ε14 : (χημ.) που περιέχει κυάνιο: Kυανιούχα άλατα.
[λόγ. κυάνι(ον) + -ούχος μτφρδ. γερμ. Zyansäure (δες στο κυάνιο)]