Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κτηματομεσιτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηματομεσιτικός -ή -ό [ktimatomesitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κτηματομεσίτη: Kτηματομεσιτικό γραφείο. Kτηματομεσιτικές εργασίες.

[λόγ. κτηματομεσίτ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go