Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρότωνας ο [krótonas] Ο5 : καλλωπιστικό φυτό εσωτερικού χώρου με λεία και παχιά φύλλα, που οι νευρώσεις τους έχουν αποχρώσεις κοκκινωπές ή κιτρινωπές.
[λόγ. κρότ(ων) -ωνας < νλατ. croton < αρχ. κροτών]



