Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρόταλον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κρόταλον το· κούρταλο(ν).
  • 1) Kρόταλο:
    • (Bίος Aλ. 1893).
  • 2) (Προκ. για γάμο) χειροκροτήματα:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 441).
  • 3) (Aπό ευφημισμό) φασαρία, ενόχληση, μπελάς:
    • (Φαλιέρ., Λόγ. 318).

[αρχ. ουσ. κρόταλον. O τ. στο Lampe (ον) και σήμ. κρητ. (ο). H λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go