Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρόουλ 1 το [króul] Ο (άκλ.) : είδος γρήγορης τεχνικής κολύμβησης, κατά την οποία τα πόδια κινούνται ρυθμικά, ενώ τα χέρια περνούν διαδοχικά πάνω από το κεφάλι, που μισοβυθίζεται στο νερό.
[λόγ. < αγγλ. crawl]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρόουλ 2 το : κείμενο που διατρέχει την οθόνη της τηλεόρασης και αναγγέλλει κάποια είδηση, πληροφορία κτλ.: Ενώ βλέπαμε την ταινία, το ~ πληροφορούσε για το αποτέλεσμα του αγώνα.
[λόγ. < αγγλ. crawl]



