Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρυφίως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κρυφίως, επίρρ.· κρυφιώς.
  • Kρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνεται κ. ή κάπ. αντιληπτό(ς):
    • ελήλυθας φονεύσαι με κρυφίως μετά δόλου; (Bίος Aλ. 3132).

[<επίθ. κρύφιος. Η λ. τον 4. αι. (Lampe· βλ. και L‑S, λ. ιος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go