Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρυσταλλοειδής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κρυσταλλοειδής, επίθ.
  • 1) Όμοιος με κρύσταλλο· δροσερός ή διαυγής:
    • κρυσταλλοειδές νερόν (Προσκυν. Iεροσ. 41311).
  • 2) (Προκ. για μέλη του σώματος) δροσερός, «χιονάτος», «σφιχτοδεμένος»:
    • δακτύλους κρυσταλλοειδείς (Δούκ. 13716).

[μτγν. επίθ. κρυσταλλοειδής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλοειδής -ής -ές [kristaloiδís] Ε10 : 1. που μοιάζει με κρύσταλλο: ~ φακός, διαφανές σώμα σε σχήμα φακού μέσα στο βολβό του ματιού. 2. που έχει τις ιδιότητες της κρυστάλλου· κρυσταλλώδης.

[λόγ. < ελνστ. κρυσταλλοειδής `που μοιάζει με την κρύσταλλο2΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go