Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυστάλλωμα το [kristáloma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κρυσταλλώνω· σώμα που είναι προϊόν κρυστάλλωσης.
[λόγ. κρυσταλλω- (δες κρυσταλλώνω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυστάλλωμαν το.
-
- Kρύσταλλο·
- (εδώ) δροσιά:
- της αυγής κρυστάλλωμαν (Λίβ. Sc. 1282).
- (εδώ) δροσιά:
[<κρυσταλλώνω + κατάλ. –μα(ν). T. ‑α στο Somav. και σήμ.]
- Kρύσταλλο·



