Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρυερός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κρυερός, επίθ.
  • 1) Δροσερός·
    • (εδώ προκ. για νερό):
      • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1882).
  • 2) Ψυχρός·
    • (εδώ προκ. για τη «γη - τάφο»):
      • εις την γην την κρυεράν τούς … εχώσαν (Kορων., Mπούας 79).

[αρχ. επίθ. κρυερός. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go