Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κροκάτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κροκάτος, επίθ.· κορκάτος.
  • 1) Φτιαγμένος ή (προκ. για φαγητό) καρυκευμένος με κρόκο:
    • αλειπτούτσικα … κροκάτα (Προδρ. II 46
    • οξινόγλυκος κροκάτη μαγειρεία (Προδρ. IV 174).
  • 2) (Προκ. για ποικιλία δαμάσκηνων) που έχει (όταν ωριμάσει) το χρώμα του κρόκου, κίτρινος (Κουκ., ΒΒΠ Ε´ 108):
    • (Προδρ. III 197-3 χφφ PK κριτ. υπ).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = φαγητό καρυκευμένο με κρόκο:
    • (Πουλολ. 612).

[<ουσ. κρόκος + κατάλ. άτος· πβ. λατ. crocatus. Tο ουδ. ως ουσ. μτγν. (L‑S Suppl., ον). Ο τ. <κορκός, τ. του κρόκος (Βλάχ., Πάγκ. Β´). H λ. στο Meursius (ο) και σήμ. ιδιωμ. και λογοτ. (Κριαρ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροκάτος -η -ο [krokátos] Ε3 : (λογοτ.) που έχει το χρώμα του κρόκου· κίτρινος.

[μσν. κροκάτος < κρόκ(ος) 1 -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go