Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρησάρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρησάρα η [krisára] Ο25α : είδος κόσκινου με πυθμένα από πολύ λεπτό πλέγμα με το οποίο κοσκινίζουν το αλεύρι για να το ξεχωρίσουν από τα πίτουρα. ΦΡ περνάω κτ. από την ~, το εξετάζω, το ερευνώ με μεγάλη προσοχή.

[αρχ. κρησέρα, ίσως με παράλλ. τ. κρησάρα (πρβ. αρχ. διαλεκτ. κραἅρα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go