Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμάμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμάμενος -η -ο [kremámenos] Ε5 : κρεμασμένος, κυρίως στη ΦΡ επί ξύλου* ~.

[κρεμ(ώ) -άμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες