Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεβατομουρμούρα η [krevatomurmúra] Ο25α : (ειρ.) η μεμψιμοιρία, η γκρίνια, τα παράπονα μεταξύ συζύγων, όταν ξαπλώνουν το βράδυ στο κρεβάτι, λίγο πριν κοιμηθούν.
[κρεβάτ(ι) -ο- + μουρμούρα]



